Ο θεολόγος Ιάκωβος του Βιτρύ κήρυσσε κατά τον 13ο αιώνα ότι:

«Ο Θεός δημιούργησε τρία είδη ανθρώπων, τους αγρότες και άλλους εργαζόμενους για να διασφαλίζουν την επιβίωση των υπολοίπων, τους ιππότες για να τους υπερασπίζονται, τους σοφού για να τους κυβερνούν, αλλά ο διάβολος δημιούργησε ένα τέταρτο, τους τοκογλύφους. Δεν συμμετέχουν στις εργασίες των ανθρώπων και δεν θα τιμωρηθούν μαζί με τους ανθρώπους αλλά μαζί με τους διαβόλους. Στην ποσότητα χρημάτων που κερδίζουν από την τοκογλυφία αντιστοιχεί ίση ποσότητα ξύλων που θα στέλνεται στην Κόλαση για να τους κάψει. Η δίψα της απληστίας τους σπρώχνει να πιουν βρώμικο νερό […] οι τοκογλύφοι τρέφονται με πτώματα και ψοφίμια, καταναλώνοντας την τροφή που απέκτησαν τοκογλυφικά […..]»

 

Οι σχέσεις των ανθρώπων κάθε εποχής με το χρήμα και την επιβίωσή τους, η κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, οι σχέσεις επιβολής εξουσίας κάποιων κοινωνικών ομάδων με βάση το χρήμα και την αποδοχή που απολαμβάνουν λόγω αυτού και αντίστοιχα οι σχέσεις υποτέλειας, οι οικονομικές κρίσεις, είναι θέματα που μας απασχολούν και αποτελούν βάση πολλών συζητήσεων, αναζητήσεων και μελέτης. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι σχέσεις εξουσίας και υποτέλειας, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις λεπτές ισορροπίες αλλά και τις ανακατατάξεις που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα ασχοληθούμε με την οικονομική σκέψη και νοοτροπία που επικρατούσε στον Μεσαίωνα και πως αυτή επηρεάστηκε και επηρέασε την διαστρωμάτωση της κοινωνίας των ανθρώπων. Ακόμη θα προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε την οικονομική και κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, με τους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που συντελούνται κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.

Είναι γεγονός ότι η οικονομική σκέψη εξελίσσεται πάντα σε συνάρτηση με τις ιστορικές, κοινωνικές και ιδεολογικές εξελίξεις που παρατηρούμε σε κάθε εποχή, αποτελεί δηλαδή ένα συνονθύλευμα των κοινωνικών δεδομένων της εποχής που εξετάζουμε. Λέγοντας νοοτροπία, εννοούμε τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης μιας ομάδας ανθρώπων, το σύνολο των πεποιθήσεων, των φόβων, των προκαταλήψεων που τελικά καθορίζουν τη συμπεριφορά και τη δράση των ατόμων.

 

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ

Το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που επικρατεί την εποχή αυτή είναι η Φεουδαρχία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της φεουδαρχίας ήταν ο κατακερματισμός της κεντρικής και μοναρχικής εξουσίας σε τοπικούς πυρήνες εξουσίας, οι οποίοι φρόντιζαν και για την αμυντική τους οργάνωση, και συχνά διαιρούνταν και σε ακόμη μικρότερους, μιας και οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, πολλές φορές δημιούργησαν μικρές αυτόνομες επικράτειες.

Η νέα αυτή φεουδαλική τάξη πραγμάτων, είχε και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, που συνδέθηκαν με μία νέα χρήση του πολέμου, καθώς και με μία νέα σύλληψη της ειρήνης, την «ειρήνη του Θεού». Η διασφάλιση της εσωτερικής ειρήνης και η αποφυγή των εξωτερικών απειλών από ξένους εισβολείς, αποτελούσε υποχρέωση των φεουδαρχών, και αυτό έπρεπε να το ανταποδώσουν, ή να το εξαγοράσουν τρόπων τινά με κάποιο τίμημα οι πληβείοι της υπαίθρου. Οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες είχε στηριχθεί η «ειρήνη του Θεού» ήταν απλές. Ο Θεός είχε επιφορτίσει τους βασιλείς με τη διατήρηση της ειρήνης και την απονομή της δικαιοσύνης στους λαούς τους. Ακόμη, από την στιγμή που έπαψε να υπάρχει μοναρχική εξουσία, ο Κύριος, μεταβίβασε τις αρμοδιότητες αυτές στους υπηρέτες του, τους επισκόπους, με την υποστήριξη των τοπικών ευγενών. Ο τρόπος αυτός δεν βοήθησε πολύ στην αποφυγή πολέμων και στην εδραίωση της ειρήνης, είχε όμως σημαντικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά και στις οικονομικές δομές της κοινωνίας.

Ο φεουδάρχης, αν και υποτελής ο ίδιος κάποιου ανώτερου άρχοντα, είχε δικαιοδοσία για τη φορολογία, την εργασία των υποτελών του, μπορούσε να ιδιοποιείται το αγροτικό πλεόνασμα, να καθορίζει τις τιμές και τις ποσότητες, να επιβάλει τέλη προστασίας στους διερχόμενους εμπόρους και προσκυνητές. Όλα αυτά μέσα από τον φεουδαρχικό πύργο του, όπου συγκεντρώνονταν η οικονομική και πολιτική εξουσία.

Στις αρχές του 11ου αιώνα, μέσα στους κόλπους της εκκλησίας, επιβλήθηκε ένα είδος κοινωνικής ιεραρχίας και διαστρωμάτωσης, το οποίο τελικά επιβλήθηκε και σε όλη την κοινωνία. Η διαστρωμάτωση αυτή χώριζε την κοινωνία σε τρία στρώματα, σε εκείνους που προσεύχονταν για την σωτηρία των ανθρώπων, σε εκείνους που μάχονταν για την προστασία των λαών τους, και σε εκείνους που εργάζονταν για τη συντήρηση των ιερέων και των πολεμιστών, και που αποτελούσε και το πολυπληθέστερο στρώμα. Με αυτόν λοιπόν τον διαχωρισμό ο οποίος επιβλήθηκε από τους λίγους και πλούσιους, ο κλήρος ήταν πλήρως απαλλαγμένος από κάθε φόρο και υποχρέωση απέναντι στην κοσμική εξουσία. Έπρεπε όπως υποστήριζαν να είναι ευχαριστημένοι οι εκπρόσωποι του Κυρίου, για να είναι και ο Κύριος ευχαριστημένος. Ο φόβος του Θεού, ώθησε πολλούς να μεταβιβάσουν τις περιουσίες τους ή μέρος από αυτές στην εκκλησία, καθιστώντας την έτσι φορέα μεγάλης ιδιοκτησίας και να αλλάξουν έτσι οι ισορροπίες ανάμεσα σε εκείνους που κατείχαν την γη και τη νέα τάξη πραγμάτων. Στην κορυφή της ιεραρχίας, οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια, δαπανούσαν μεγάλα ποσά και στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στην διακόσμηση των εκκλησιών. Επειδή τα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας ζούσαν μέσα στην χλιδή, και όσοι από τον λαό πίστευαν πως θα μπορούσαν να γίνουν κοινωνοί αυτής της κατάστασης, γίνονταν ιερείς. Οι απλοί κληρικοί οι οποίοι δεν κατείχαν κανένα αξίωμα και δεν είχαν ανέβει στις βαθμίδες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, δεν διέφεραν και πολύ από τον αγροτικό πληθυσμό που ζούσε μέσα στην φτώχεια και την ανέχεια. Καλλιεργούσαν τα κτήματά τους, δούλευαν για να ζήσουν στα κτήματα που τους είχαν παραχωρήσει για την συντήρησή τους, και υποχρεώνονταν να καταβάλλουν το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς τους ως ενοίκιο.

Στα ίδια περίπου πλαίσια και με τον ίδιο τρόπο ζωής βλέπουμε πως κινούταν και η πολεμική αριστοκρατία. Είχαν καταφέρει να έχουν την απόλυτη εξουσία, παρά το γεγονός πως ήταν κι εκείνοι υποτελείς σε έναν ανώτερο άρχοντα. Έλεγχαν την γη και τους ανθρώπους, ενώ οι ίδιοι ζούσαν παρασιτικά. Ζούσαν μέσα στην χλιδή, τα πλούτη και την υπερκατανάλωση, ενώ θεωρούσαν μειωτική για τους ίδιους κάθε μορφής εργασία. Η μόνη ενασχόλησή τους ήταν ο πόλεμος και το κυνήγι. Χρειάζονταν πολλά χρήματα για να τα επενδύσουν στην βελτίωση και στην ποσότητα του πολεμικού υλικού της, για τις εξαρτύσεις τους, τις πανοπλίες και τα άλογά τους, και μέσα από τις νικηφόρες αναμετρήσεις τους να πλουτίσουν ακόμη περισσότερο. Η παραχώρηση των γαιών ως δωρεές στα μοναστήρια έπαψε να έχει μαζικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της έγγειας περιουσίας τους.

Οι πληβείοι, το τρίτο στρώμα, ήταν οι καταδικασμένοι και ουσιαστικά στερημένη από την προσωπική τους ελευθερία, μιας και ήταν υποχρεωμένοι στην χειρωνακτική εργασία, ώστε να συντηρείται ο κλήρος και η αριστοκρατία. Η διάκριση ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους έπαψε να ισχύει, αλλά η ελευθερία τους ταυτίστηκε με την υποχρέωσή τους να δουλεύουν και να καταβάλουν τους φόρους τους.

Μέσα σε αυτή τη κοινωνική δομή, θα πρέπει να προσθέσουμε τους έμπορους και τους τεχνίτες, αλλά και τους “δανειστές” στους οποίους προσέφευγαν συχνά οι φεουδάρχες για να καλύψουν της υπερβολικές ανάγκες τους σε χρήματα. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη του συγγενικού τους περιβάλλοντος, αλλά και ανώτατοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι που έπαιρναν ως αντάλλαγμα φεουδαρχικές γαίες, ενώ στην πορεία εμφανίστηκαν ως πιστωτές, Εβραίοι, κάτοχοι πολύτιμων μετάλλων και χρήματος.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Η φεουδαρχική κοινωνία και οικονομία, άρχισε να καταρρέει στις αρχές του 14ου αιώνα. Τα αίτια της κατάρρευσης αυτής είναι πολλά, σημαντικότερα των οποίων είναι τα συσσωρευμένα προβλήματα της αγροτικής οικονομίας, η οποία έπρεπε να τροφοδοτεί τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό με την παραγωγής της, πράγμα αδύνατο με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και την τεχνολογία με την οποία καλλιεργούσαν τα κτήματά τους. Περνάμε λοιπόν στην εποχή των εξεγέρσεων των πληβείων και του γενικότερου ξεσηκωμού, οι οποίες επεκτείνονται και στα αστικά κέντρα παίρνοντας διαστάσεις γενικού ξεσηκωμού. Οι «μικροί» και ταπεινοί, εξεγέρθηκαν εναντίων των μεγάλων και «χορτάτων», αλλάζοντας μια για πάντα τις μέχρι τότε κοινωνικές δομές. Παρόλα αυτά όμως, το φεουδαλικό σύστημα, βρήκε τρόπους να ξεπεράσει την κρίση, αντικαθιστώντας την αγροτική καλλιέργεια με την κτηνοτροφία, η οποία ήταν πιο προσοδοφόρα.

Η μετάβαση από τον Μεσαίωνα στη νεότερη εποχή στην Ευρώπη, έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της μετάβασης από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Στην πραγματικότητα μιλάμε για τον εμπορικό καπιταλισμό, μιας και ο βιομηχανικός καπιταλισμός εδραιώθηκε αργότερα με τη βιομηχανική επανάσταση. Η ανάπτυξη του εμπορίου, συνεπάγεται αλλαγές και στην κατανομή του πληθυσμού, μιας και παρατηρείται ανάπτυξη του αστικού χώρου, πόλεις δημιουργούνται στους δρόμους μέσω των οποίων γίνεται διακίνηση προϊόντων. Δημιουργείται η νέα αστική τάξη εμπόρων και τραπεζιτών, η οποία σταδιακά ισχυροποιείται και επικρατεί έναντι της παραδοσιακή φεουδαλικής αριστοκρατίας. Οι νέες δυνατότητες εργασίας και ανόδου του ποιοτικού επιπέδου της ζωής που μπορούσε να βρει κανείς στα αστικά κέντρα, οδήγησαν πολλούς από τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου σε αναζήτηση εργασίας στις πόλεις. Το γεγονός αυτό δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την παροχή προνομίων σε όσους παρέμειναν ακόμη για να εργαστούν στην αγροτική ύπαιθρο.

Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, παρατηρείται τόσο μεγάλη άνθιση του εμπορίου, που συχνά χαρακτηρίζεται ως “εμπορική επανάσταση”. Οι Ιταλοί έμποροι, βρίσκονται στο επίκεντρο ανταλλαγής αγαθών, μεταξύ Βορρά και Νότου, Ανατολής και Δύσης, αφού μεταφέρουν λάδι, κρασί, σιτηρά, μάλλινα και λινά υφάσματα, στύψη και κερί, αλλά και αγαθά πολυτελείας, όπως μπαχαρικά, ξηρούς καρπούς και μεταξωτά. Οι έμποροι αποκτούν σταθερές βάσεις, μιας και δεν είναι πλέον αναγκασμένοι να μετακινούνται διαρκώς προς αναζήτηση νέων αγορών. Η παράλληλη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, με τη δημιουργία του πρώτου τραπεζικού οίκου, διευκολύνει τις συναλλαγές.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής νοοτροπίας της εποχής, έπαιξε η δημιουργία των συντεχνιών. Επαγγελματίες και τεχνίτες, σε οποιοδήποτε επαγγελματικό κλάδο και αν ανήκαν, έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες και το εργασιακό ήθος που τους επιβαλλόταν από την συντεχνία τους. Σε πολλές των περιπτώσεων λειτουργούσαν περιοριστικά στην επέκταση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των μελών τους και σε κάποιες άλλες βοηθητικά για τα αδύναμα μέλη τους.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο θεολόγος Ιάκωβος του Βιτρύ, διαχωρίζει τους ανθρώπους σε τρία χρήσιμα κατά την άποψή του είδη για το κοινωνικό σύνολο, και στους τοκογλύφους που είναι κατασκευάσματα του διαβόλου. Είναι ορατό μέσα από τα λεγόμενά του, ότι εναντιώνεται σε όσους πλουτίζουν σε βάρος των άλλων, αλλά στην πραγματικότητα, εναντιώνεται σε όλη τη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.

Περνάμε σε μία νέα εποχή, όπου η οικονομική σκέψη και νοοτροπία μεταβάλλονται. Η εμφάνιση των πόλεων κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, είναι λογικό να δημιουργήσουν μία καινούρια κοινωνία με καινούργια νοοτροπία, ανθρώπων που θέλουν να έχουν ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα. Το εμπόριο, είναι το μέσο για να πετύχουν κάτι τέτοιο, που τελικά κατέστη η κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η αγορά γίνεται μεγαλύτερης κλίμακας, με το εμπόριο να επεκτείνεται από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό και να οδηγούμαστε τελικά στη βιομηχανική επανάσταση και την παγκόσμια πλέον οικονομία.