Η αρχή της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμανε το 1952 με έξι συνολικά χώρες, οι οποίες ίδρυσαν την ΕΚΑΧ. Αργότερα αντικαταστάθηκε από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, για να μετονομαστεί σε Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992, που σήμερα απαριθμεί 28 κράτη μέλη.

Λέγοντας διεύρυνση, εννοούμε την αύξηση του εύρους και τη γεωγραφική επέκταση στο χώρο, την χωρική διεύρυνση. Όταν νέα κράτη γίνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μεταβάλλουν τα εξωτερικά σύνορά της. Λέγοντας εμβάθυνση, εννοούμε τις ενέργειες εκείνες που έχουν ως σκοπό το να εισδύσουν βαθιά σε ένα θέμα, να εξετάσουν, να ερευνήσουν και να το καλλιεργήσουν σε βάθος. Κάτι τέτοιο γίνεται πράξη μέσω της ενδυνάμωσης της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε και να εξηγήσουμε τη σχέση μεταξύ διεύρυνσης και εμβάθυνσης στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις φάσεις στις οποίες οι δύο αυτές διαδικασίες συνέπεσαν.

 

Σχέση μεταξύ διεύρυνσης και εμβάθυνσης στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Η διεύρυνση και η εμβάθυνση, αποτελούν δύο διαφορετικές απόψεις και τρόπους σκέψεις, σχετικά με το πώς πρέπει να αναπτυχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα δύο ζητήματα, το αν δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε τη δυνατότητα να απορροφήσει τους κραδασμούς που θα προκαλούσε η είσοδος των νέων μελών της και το κατά πόσο έχει τη δυνατότητα να προωθήσει την ενοποίησή της, απασχόλησαν την Ένωση. Μερικοί υποστηρίζουν πως οι δύο έννοιες, η εμβάθυνση και η διεύρυνση βρίσκονται σε σύγκρουση, μιας και η μία μπορεί ίσως να σταθεί τροχοπέδη της άλλης.

Η διεύρυνση της Κοινότητας που όπως είπαμε αφορά στη γεωγραφική επέκτασή της στο χώρο. Η ένωση των έξι αρχικά κρατών το 1957 σε είκοσι οκτώ, είναι το αποτέλεσμα των διαδικασιών διεύρυνσης που ακολούθησαν οι ευρωπαϊκές κοινότητες. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει επτά διευρύνσεις. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, πρέπει το κάθε κράτος μέλος να τηρήσει τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους. Το 2004 γίνεται η μεγαλύτερη διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 10 χώρες να προσχωρούν σε αυτή και τελικά ο αριθμός των κρατών μελών να ανέρχεται στα 28. Το 2013 επισφραγίστηκε και η είσοδος της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ολοκληρώνοντας τις μέχρι και σήμερα διευρύνσεις.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούσε να γίνει δεκτή οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα η οποία πληρούσε τα κριτήρια και αποδέχονταν τους κανόνες λειτουργίας της Κοινότητας. Ακόμη θα πρέπει να εγγυάται τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, η οικονομία της αγοράς της να λειτουργεί ορθά, και να έχει την ικανότητα και τη βούληση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την προσχώρησή της. Οι δημοκρατικές αξίες όπως ελευθερία, σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, θεωρούνταν ως μη διαπραγματεύσιμες.

Η διαδικασία της διεύρυνσης έγινε πιο πολύπλοκη όσο αυξάνονταν τα κράτη μέλη. Τα γεωγραφικά σύνορά της φτάνουν πλέον σχεδόν στα όρια της Ευρώπης. Αυτό την καθιστά αυτόματα πιο ισχυρή σε διεθνές επίπεδο, αλλά κάνει αυτόματα τη διαδικασία της εμβάθυνσης απαραίτητη. Η συνεργασία μεταξύ των κρατών, έχει να κάνει και με την κοινή εξωτερική πολιτική, με την πολιτική της ασφάλειας, με τομείς δικαιοσύνης, αλλά και με την αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν όπως τα θέματα μετανάστευσης και ασύλου, που απαιτούν αυξημένες αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Θα μπορούσα να πω πως η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας από τις διαδικασίες των διευρύνσεων, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να επιχειρηθεί η εμβάθυνση.

Η εμβάθυνση έχει ως στόχο της την διαρκώς στενότερη ένωση των κρατών μελών, και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως έχει επικρατήσει να λέγεται. Έτσι κι αλλιώς δημιουργήθηκε για να θέσει τέλος τους αιματηρούς πολέμους που βίωσε όλη η Ευρώπη κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Το πρώτο επίπεδο συνεργασίας, με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, ήταν οικονομικό αλλά και πολιτικό. Η προσπάθεια αυτή δεν σταμάτησε ποτέ, κάτι το οποίο μαρτυρούν και οι συνθήκες που υπογράφονταν κατά συχνά χρονικά διαστήματα, με στόχο την θεσμοθέτηση των νέων δεδομένων που προέκυπταν με το πέρασμα των χρόνων. Αρκετά χρόνια μετά, ο στόχο της εμβάθυνσης, έφτασε σε ένα ανώτερο επίπεδο με την οικονομική και νομισματική ένωση, καθώς και τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.

Κάθε ευρωπαϊκή χώρα που θέλει να γίνει μέλος, θα πρέπει να σέβεται τις δημοκρατικές αξίες της Ένωσης και να προσπαθεί να τις προάγει. Πρέπει να πληρεί προϋποθέσεις πολιτικές, οικονομικές και δικαίου. Αυτές οι προϋποθέσεις εκ των πραγμάτων βοηθούν στο να προωθηθεί η εμβάθυνση, αλλά με έναν έμμεσο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε. Αυτό γιατί από τη στιγμή που κάθε χώρα εγγυάται το να έχει σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς, κράτος δικαίου, να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και να φροντίζει την οικονομία της έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις της αγοράς προς το κοινό όφελος. Η μεγαλύτερη εμβάθυνση που επιχειρήθηκε ποτέ, σε όλη τη πορεία της Ένωσης, ήταν η οικονομική και νομισματική ένωση, και τελικά η δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, του Ευρώ.

 

Οι φάσεις στις οποίες οι διαδικασίες της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης συνέπεσαν

Οι πέντε διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα λέγαμε πως με κάποιο τρόπο βοηθούν, περισσότερο ή λιγότερο και στην εμβάθυνση. Η πρώτη διεύρυνση ήρθε για να προσθέσει στα έξι ιδρυτικά μέλη – Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Λουξεμβρούργο και Κάτω Χώρες – άλλα τρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία και την Ιρλανδία το 1973. Στη Χάγη, το 1969, όπου και έγινε η πρώτη διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τέθηκαν και οι βάσεις για τα επόμενα βήματα της ενοποίησης. Στα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Χάγης, περιγράφονται με το “τρίπτυχο ολοκλήρωσης, εμβάθυνσης και διεύρυνσης”. Πέρα από το αποτέλεσμα της διεύρυνσης, στη Χάγη αποφασίστηκαν και άλλα εξίσου σημαντικά που αποσκοπούσαν στην εμβάθυνση.

Στην Διάσκεψη της Χάγης, όπου και αναδείχθηκε η πτυχή της εμβάθυνσης, αποφασίστηκε η επιδίωξη δύο στόχων: η δημιουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και η προώθηση της πολιτικής ενοποίησης. Οι νομισματικές διαταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1960 που προκάλεσαν δυσλειτουργίες στην εφαρμογή της ΚΑΠ, αλλά και η δραματική κρίση του δολαρίου που προκάλεσε την κατάρρευση του συστήματος των ισοτιμιών, έκαναν την κοινή οικονομική δράση της Κοινότητας σε διεθνές επίπεδο επιβεβλημένη. Υπήρξε πλέον επιτακτική ανάγκη η προώθηση και η ολοκλήρωση στο πολιτικό πεδίο, μιας και διασύνδεση της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση για την ισχυρή παρουσία της.

Λίγα χρόνια μετά, το 1981 εντάσσεται η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η επόμενη διεύρυνση έγινε το 1986 προς την Ιβηρική χερσόνησο αυτή τη φορά, με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η διεύρυνση αυτή συμπίπτει με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, η οποία επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη Συνθήκη της Ρώμης. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για να διευκολυνθεί η ολοκλήρωση και η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, Ακόμη αποφασίστηκε η ειδική πλειοψηφία αντί της ομοφωνίας σε μία σειρά από σημαντικές αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν και που πλέον δεν θα έβρισκαν εμπόδιο στην ομοφωνία που ίσχυε έως τότε. Η ομοφωνία δεν απαιτείται πλέον για τα μέτρα που προορίζονται για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, εκτός από μέτρα τα οποία είναι σχετικά με τη φορολογία, την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων και τα δικαιώματα και συμφέροντα των μισθωτών. Ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, ενώ τίθεται υπό Κοινοτικό καθεστώς, νέοι τομείς όπως η προστασία του περιβάλλοντος που μέχρι τότε βρίσκονταν εκτός της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την Πράξη αυτή, θεσπίζεται η διαδικασία συνεργασίας που ενισχύει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και διευκρινίζει τις υφιστάμενες διατάξεις σχετικά με τις εκτελεστικές εξουσίες.

Η διεύρυνση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, όσο και η επόμενη διεύρυνση με την Αυστρία, τη Φιλανδία και τη Σουηδία, συνέπεσαν κατά κάποιο τρόπο χρονικά, μιας και οι διεργασίες τους κράτησαν αρκετό χρονικό διάστημα, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή πράξη που μόλις αναφέραμε αλλά και με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι οποίες με τα μέτρα που θέσπισαν, προώθησαν ουσιαστικά την εμβάθυνση.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ ήρθε ως αίτημα για τη μετατροπή του συνόλου των σχέσεων των κρατών μελών σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση και εκφράστηκε στις 20 Απριλίου 1990 από τον Γερμανό καγκελάριο Kohl και τον πρόεδρο της Γαλλίας Mitterand, γιατί όπως υποστήριζαν, είχε έρθει η στιγμή για τη μετατροπή αυτή. Το αίτημα ήταν συνεχές, να επιτευχθεί εκτός από οικονομική και πολιτική ένωση, με τη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και πολιτικής ασφάλειας.

Το γεγονός ότι ξεκίνησε η συζήτηση για την Πολιτική Ένωση παράλληλα με εκείνη για την ΟΝΕ, θα πρέπει να αναφερθεί ως η μεγαλύτερη συνεισφορά της Συνθήκης του Μάαστριχτ για τη διαχρονική πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Τελικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας έτσι πράξη το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ως ένα βαθμό δικαίωσε τους οραματιστές της. Η ένωση των Κοινοτήτων επεκτάθηκε σε οικονομικές, πολιτικές αλλά και άλλες μορφές συνεργασίας. Με λίγα λόγια, εδραίωσε ακόμη περισσότερο την Οικονομική Νομισματική Ένωση, αλλά ισχυροποίησε και δύο άλλους τομείς, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική της Ασφάλειας, όπως και θέματα αστυνομίας και δικαιοσύνης, διεπόμενοι από τους κανόνες της διακυβερνητικής συνεργασίας.

Μία άλλη σημαντική συνεισφορά της Συνθήκης του Μάαστριχτ είναι πως προσδιόρισε τα τρία στάδια για τη δημιουργία της ΟΝΕ, αλλά και τα αυστηρά κριτήρια σύγκλισης που θα έπρεπε να τηρεί μία χώρα, ώστε να ενταχθεί στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που αποτέλεσε το πιο “τολμηρό οικονομικό εγχείρημα όλων των εποχών”.

Το 1995 η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνετε με την Αυστρία να προστίθεται στα κράτη μέλη, αλλά και προς τον βορρά, με τη Φινλανδία και τη Σουηδία να οριοθετούν τα βόρεια σύνορά της. Η διεύρυνση αυτή συμπίπτει με την έναρξη της ισχύος των συμφωνιών Σένγκεν, οι οποίες βοήθησαν αποφασιστικά και ουσιαστικά στην εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία αυτή, είχε ως στόχο την προοδευτική κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, την καθιέρωση της ελεύθερης κυκλοφορίας για όλα τα πρόσωπα, τους υπηκόους των κρατών που υπέγραψαν τη Συμφωνία αυτή, καθώς και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία.

 

Συμπεράσματα

Είναι γεγονός, πως από όσα αναφέραμε αλλά και από την αίσθηση που αποκομίζουμε όταν μελετάμε τα ενδιάμεσα στάδια προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η διεύρυνση με την ένταξη νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί πιο εύκολο και βατό εγχείρημα σε σχέση με αυτό της εμβάθυνσης. Η εμβάθυνση χρειάζεται περισσότερες και πιο συντονισμένες προσπάθειες, αποτελεί πιο ουσιαστική προσέγγιση των πραγμάτων και σίγουρα έχει να αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες ώστε να φτάσει σε μεγαλύτερο και πιο ουσιαστικό βαθμό.

Για όλα αυτά, η πιο σημαντική λέξη κατά την άποψή μου για την επιτυχή πορεία τόσο της διεύρυνσης όσο και της εμβάθυνσης, είναι η συνεργασία. Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, είναι δυνατό να προωθήσει σημαντικά την αμοιβαία και κοινή προσπάθεια των λαών της Ευρώπης για ένα καλύτερο αποτέλεσμα.

Από τη διαδικασία της διεύρυνσης, τα νέα κράτη μέλη, και ειδικά κατά τις τελευταίες διευρύνσεις, τα οφέλη υπήρξαν πολλαπλά, τόσο για την οικονομία τους όσο και για την ίδια τους την υπόσταση. Οι συνεχείς διευρύνσεις, βοήθησαν ουσιαστικά στο να ενισχυθεί η σταθερότητα σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, μιας και λειτούργησε ως σταθεροποιητικός παράγοντας για την ειρήνη της περιοχής. Ο σεβασμός στο κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο.

Ακόμη και σήμερα η εμβάθυνση δεν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι ικανοποιητική και να δημιουργεί μία συνοχή ικανοποιητική στο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν. Η δημοσιονομική, κοινωνική και πολιτική ένωση και η δημιουργία ίσως ενός Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα λαμβάνει αποφάσεις για το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον είναι κάτι το οποίο χρειάζεται ακόμη ιδιαίτερη προσπάθεια από όλα τα κράτη μέλη.