Ο 19ος αιώνας αιώνας σημαδεύτηκε από ανακατατάξεις και μεγάλες ανατροπές σε πολλούς και σημαντικούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν, οδήγησαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από την αγροτική στη βιομηχανική μορφή τους, περνάμε δηλαδή από μια οικονομία που βασίζεται στην γεωργία, σε εκείνη που βασίζεται στην βιομηχανία. Η μετάβαση αυτή έγινε με την εκτεταμένη χρήση των μηχανών στην παραγωγή, η οποία αναμενόμενα περιόρισε την χειρωνακτική εργασία και την αξιοποίηση των νέων μορφών ενέργειας. Ο εργαζόμενος μετατρέπεται από γεωργός και κτηνοτρόφος, σε χειριστή μηχανών.

Την ιστορική περίοδο που συντελέστηκαν οι ραγδαίες αυτές αλλαγές και αποκαλείται ως βιομηχανική επανάσταση, καλύπτει ένα χρονικό διάστημα εβδομήντα ετών (1780-1850), περίοδος κατά την οποία ραγδαίες μεταβολές και ανακατατάξεις που αφορούσαν σε τεχνικά, οικονομικά, κοινωνικά και πνευματικά ζητήματα, οδήγησαν στην εμφάνιση της “εκβιομηχανισμένης” κοινωνίας. Δεν πρέπει να συγχέεται με την εκβιομηχάνιση, μιας και η πρώτη συντελέστηκε σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της οποίας η βιομηχανική παραγωγή ξεπέρασε εκείνη της αγροτικής παραγωγής, ενώ η δεύτερη αποτελεί μια συνεχή διαδικασία, ακόμη και στις μέρες μας.

Το σύνολο των μεγάλων μεταβολών που συντελέστηκαν στον οικονομικό, κοινωνικό, τεχνολογικό τομέα και δημιούργησαν την πρώτη εκβιομηχανισμένη κοινωνία, είχαν συνέπειες και στον μορφωτικό τομέα. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε να αναφέρουμε αλλά και να αναλύσουμε το φαινόμενο της γενίκευσης της εκπαίδευσης τον 19ο αιώνα, ως συμπλήρωμα και αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης.

 

Η γενίκευση της εκπαίδευσης ως συμπλήρωμα και αποτέλεσμα της Βιομηχανική Επανάστασης

Η εποχή που παρατηρούμε αυτές τις αλλαγές που διαδραματίζονται σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και στην διάρθρωση της ίδιας της κοινωνίας, αποτελούν απόρροια της εμφάνιση του σημαντικότερου πνευματικού κινήματος της εποχής που προηγήθηκε, του Διαφωτισμού. Οι Διαφωτιστές ήταν υπέρμαχοι του ορθολογισμού και της προόδου σε όλα τα επίπεδα, ενώ τάχθηκαν υπέρ της ατομικής ελευθερίας και εναντίον της κάθε μορφής καταπίεσης, είτε αυτή προέρχεται από αυτούς που ασκούσαν την διακυβέρνηση, είτε από την Εκκλησία.

Από τα κηρύγματα των Διαφωτιστών εμπνεύστηκε η ανερχόμενη αστική τάξη της Γαλλίας, για να οδηγηθούμε έτσι στην κοινωνική επανάσταση, την κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας και το γκρέμισμα του φεουδαρχικού συστήματος. Η Γαλλική Επανάσταση (1789) αλλά και ο Διαφωτισμός, προκάλεσαν την είσοδο των μαζών στο προσκήνιο. Αιτήματα όπως εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια, απαιτούν την χάραξη μιας μαζικής κοινωνικής πολιτικής που θα βοηθήσουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Περνάμε από την εποχή της φεουδαρχίας που έχει “τακτοποιημένες” οικονομικές σχέσεις με κανόνες και κανονισμούς αποκρυσταλλωμένους από πάρα πολλά χρόνια πριν, στον ανταγωνισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επικράτησε ο φιλελευθερισμός, ενώ δημιουργήθηκε μια οικονομικά ισχυρή τάξη, η αριστοκρατία του πλούτου, η οποία απαιτούσε την πρόσβασή της στην εκπαίδευση και τη γνώση.

Το μεγάλο στοίχημα και αυτό που κατάφεραν τελικά να πετύχουν οι θεωρητικοί του Διαφωτισμού, ήταν να σπάσουν τα δεσμά με την θεοκρατούμενη Ευρώπη που υπηρετούσε τους σκοπούς της Εκκλησίας, και να θέσουν τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης. Προείχε για αυτούς η προώθηση των συμφερόντων της κοινωνίας και της προετοιμασίας των πολιτών μέσω της εκπαίδευσης για την επίγεια και όχι τη μεταθανάτια ζωή. Στόχος τους ήταν ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης, ώστε να απευθύνονται συνεχώς σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η εκπαίδευση με την ευρεία έννοια περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες που έχουν σκοπό την θετική επίδραση με συγκεκριμένο τρόπο στη σκέψη, στο χαρακτήρα και τη σωματική αγωγή του ανθρώπου, αποκτώντας συγκεκριμένες γνώσεις και αναπτύσσοντας τις δεξιότητές του. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα εκπαιδεύω που σημαίνει ανατρέφω από την παιδική ηλικία, μορφώνω και διαπαιδαγωγώ.

Οι διανοητές της εκπαίδευσης αναγνώρισαν τον ζωτικό ρόλο της παιδείας στη δημιουργία εθνικών κρατών και πρότειναν τη διαμόρφωση εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων. Ένας από τους πιο αξιόλογους διανοητές της εποχής ήταν ο Ελβετός Γιόχαν Χένριχ Πεσταλότσι, ο οποίος συνέλαβε και αυτός στη ριζική αλλαγή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Υπήρξε ο ιδρυτής του ονομαστού πρότυπου σχολείου για φτωχά παιδιά στην Υβερντόν, το οποίο αργότερα αποτέλεσε τη Μέκκα για εκπαιδευτικούς από την Ευρώπη και την Αμερική. Η μάθηση μέσω της παρατήρησης, υπήρξε η νέα μέθοδος της παιδιαγωγικής που καθιέρωσε, ενώ προσπάθησε να εισαγάγει την ψυχολογία στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο Γιόχαν Φρίντριχ Χέρμπαρτ, έδωσε έμφαση στις κοινωνικές αρετές και στην ανάπτυξη ενός πλήρους κύκλου ανθρωπιστικών και ιστορικών ενδιαφερόντων, και υποστήριξε πως η παιδεία θα πρέπει να ενεργοποιεί τους ανθρώπους προς την επίτευξη της αρετής, δηλαδή της εσωτερικής ελευθερίας. Αλλά και ο Φρίντριχ Βίλχελμ Αύγουστος Φρέμπελ, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τις προσπάθειές του να καθιερωθεί το νηπιαγωγείο, όπου τα παιδιά θα εκπαιδεύονται μέσα από το παιχνίδι.

Η Βιομηχανική Επανάσταση που αποτελεί έναν ριζικό οικονομικό μετασχηματισμό που ξεκίνησε από την Αγγλία, θα περάσει και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Γερμανία και οι ΗΠΑ. Είναι γεγονός πως αυτό το φαινόμενο που ονομάζουμε ως επανάσταση δεν εξαπλώθηκε και δεν επηρέασε όλη την Ευρώπη ούτε χρονικά την ίδια στιγμή ούτε γεωγραφικά. Η αλλαγή συντελέστηκε στην Αγγλία, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε ραγδαία, όχι ιδιαίτερα λόγω της αύξησης των γεννήσεων, αλλά λόγω της μείωσης της θνησιμότητας, η οποία οφείλεται στην σχετική βελτίωση της διατροφής, την πρόοδο που σημειώθηκε στις συνθήκες υγιεινής, παράγοντες δηλαδή που μείωσαν την καταστροφικότητα των επιδημιών. Παράλληλα το ποσοστό γεννητικότητας παραμένει υψηλό, οπότε αναμενόμενα οι ανάγκες για αγαθά πολλαπλασιάστηκαν, πιέζοντας έτσι ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την άνοδο της παραγωγής, η οποία θα έπρεπε να καλύπτει αυτές τις ανάγκες. Αυξήθηκε ο πληθυσμός και κατά συνέπεια υπήρξε αύξηση των εν δυνάμει εργατών και των εν δυνάμει καταναλωτών. Τα μεγάλα κέρδη που προκάλεσαν συσσώρευση κεφαλαίων, η ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος και η ευρεία κυκλοφορία νομισμάτων, συντέλεσαν στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Η επιτυχία της Αγγλίας στον τομέα της βιομηχανίας, δεν οφείλονταν στην εκπαίδευση, αλλά στην συνεχή τροφοδότηση της βιομηχανικής παραγωγής με μηχανικούς, τεχνίτες και επιχειρηματίες.

Η Βιομηχανική Επανάσταση, εκτός από όλες τις πτυχές της ανάπτυξης που προαναφέραμε, είχε αναπόφευκτα και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η αυξανόμενη ζήτηση για ανθρώπινο δυναμικό, δημιούργησε μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση κοντά στις περιοχές όπου υπήρχαν βιομηχανίες, φτάνοντας στο σημείο να μιλάμε ακόμη και για μία μορφής εσωτερικής μετανάστευσης. Οι εργαζόμενοι ως εργάτες γης, στην πλειοψηφία τους ανειδίκευτοι και αναλφάβητοι, εγκατέλειπαν τις αγροτικές περιοχές και συνέρρεαν στις πόλεις για να εργαστούν ως εργάτες στα εργοστάσια της εποχής. Προκλήθηκαν εσωτερικές αλλαγές και στις αστικές κοινωνίες, με την υποβάθμιση της εργασίας των ειδικευμένων εργατών και την εμφάνιση ενός βιομηχανικού προλεταριάτου.

Η πεποίθηση ότι η πρόοδός της οφείλονταν στους βιομήχανους που ρύθμιζαν την αγορά και όφειλαν να εκπαιδεύουν τους υπαλλήλους τους και όχι στο κράτος, δημιούργησε μία καθυστέρηση περίπου μισού αιώνα στο να συσταθεί ένα υποτυπώδες εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά και η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιου είδη από τον 15ο αιώνα έκανε δυνατή την έκδοση τεχνικών βιβλίων και εγχειριδίων τα οποία τυπώνονταν μαζικά τον 19ο αιώνα, δίνοντας τη δυνατότητα σε όλους τους τεχνίτες να διαβάσουν και να εξελίξουν τις τεχνικές γνώσεις τους. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι είναι ο μεγάλος όγκος των εργοστασίων και ο μεγάλος αριθμός εργατών που ασχολούνται με την παραγωγή προϊόντων, ο οποίος συνδέεται με την παραγωγή ανάλογου όγκου παραγόμενων προϊόντων ώστε να ικανοποιήσουν την σημαντική διεύρυνση της εγχώριας αγοράς.

Τον 19ο αιώνα, η εθνική εκπαίδευση ήταν πραγματικότητα, μιας και ιδρύθηκαν νέα πανεπιστήμια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, έστω και αν απέμειναν πολλά ακόμη να γίνουν ώστε να επιτευχθούν όλα όσα υπόσχονταν το σύστημα εκπαίδευσης. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός φοιτητών, τα κατέστησε ισχυρούς θεσμούς, οι οποίοι καθόριζαν τις εκπαιδευτικές, τις κοινωνικές αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Τα νέα αυτά πανεπιστήμια, λειτουργούσαν ανεξάρτητα από την Εκκλησία, και πολλά από αυτά χρηματοδοτούνταν από τους βιομηχάνους, μιας και θεωρούνταν απαραίτητα για να αντατεξέλθουν στον ανταγωνισμό των άλλων αναπτυσσόμενων βιομηχανικών κρατών της Ευρώπης. Το 1847 ιδρύθηκαν σχολές για γυναίκες, στην αρχή μόνο για γκουβερνάντες και νοσοκόμες, αργότερα όμως οι γυναίκες μπορούσαν να γίνουν δεκτές στα πανεπιστήμια για όλα τα αντικείμενα μελέτης.

Στη Γερμανία η ίδρυση του πανεπιστημίου του Βερολίνου συνέβαλε στο να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην εκπαιδευτική αναμόρφωση της χώρας και των κατοίκων της. Σε συνέχεια αυτού, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εγκαταλείφθηκε ο αυστηρά κλασσικός προσανατολισμός και το σχολείο ήταν πλέον ικανό ν’ ανταποκριθεί περισσότερο στις ανάγκες της κοινωνίας. Αλλά και στη Γαλλία, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση που ήταν προσανατολισμένη στη μελέτη των κλασικών και αποτελούσε προνόμια της ανώτερης τάξης, αναμορφώθηκε και άφησε χώρο στην επιστήμη. Οι πολιτικές εισαγωγής παιδιών στην εκπαίδευση έγιναν περισσότερο φιλελεύθερες, προετοιμάζοντας τα παιδιά για να εισαχθούν στα δευτεροβάθμια σχολεία, κάτι που μέχρι τότε ήταν προνόμιο μόνο λίγων.

 

Συμπεράσματα

Η αγανάκτηση και η απόγνωση του κόσμου της εργασίας απέναντι στις ραγδαίες αλλαγές που επέφερε στον τρόπο αλλά και στο επίπεδο ζωής τους, εκφράστηκε με το “κίνημα κατά των μηχανών” που έλαβε χώρα στην Αγγλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε μικρότερη έκταση, την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Για την αποτίμηση των επιπτώσεων της βιομηχανικής επανάστασης στο βιοτικό επίπεδο των Άγγλων και την ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, δημιουργήθηκαν δύο αντιθετικές ερμηνευτικές τάσεις, η “πεσιμιστική” και η “οπτιμιστική”.

Στον αντίποδά τους όμως η εκπαίδευση τον 19ο αιώνα σημείωσε μία σημαντικότατη πρόοδο, έγινε πιο μαζική και επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Μπαίνοντας στον 20ο αιώνα, η πορεία αυτή θα ανακοπεί από τους παγκόσμιους πολέμους που βιώνει ιδιαίτερα η Ευρώπη, οι οποίοι δεν αφήνουν την παιδεία να ακμάσει. Η εθνικιστική τάση που κυριάρχησε στην πολιτική, συμπαρέσυρε οποιαδήποτε εκπαιδευτική φιλοσοφία προωθούσε το γενικευμένο εκπαιδευτικό όφελος. Παρ’ όλα αυτά, η σχολική φοίτηση έγινε υποχρεωτική και σχεδόν αποκλειστικά δημόσιο αγαθό για όλους.