Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, που αρχικά αποτέλεσε τον κοινό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτή επετεύχθη, δεν αποτέλεσε το τελικό στάδιο της οικονομικής ενοποίησης. Επεκτάθηκε στη λεγόμενη Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία αποτελεί το σημαντικότερο βήμα για την ολοκλήρωση των οικονομικών επιδιώξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναφέρεται στις συντονισμένες οικονομικές πολιτικές, στην κοινή νομισματική πολιτική, και σε ένα κοινό νόμισμα, το Ευρώ.

Το Ευρώ αποτελεί πλέον κομμάτι της καθημερινής ζωής των πολιτών των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέθηκε σε κυκλοφορία το 2002 και χρησιμοποιείται από περίπου 400 εκατομμύρια ανθρώπους καθημερινά. Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε πως αποτελεί το πλέον σημαντικότερο νόμισμα μετά το δολάριο, μιας και η νομισματική συνεργασία μεταξύ των κρατών, συνέβαλαν θετικά σε αυτό.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε το πως η πορεία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης συνέβαλε θετικά ή και αρνητικά στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και σε ποια έκταση συνέβη αυτό.

 

Σε ποια έκταση η πορεία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης συνέβαλε θετικά ή/και αρνητικά στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση

Η Ευρωζώνη, όπως είναι η επίσημη ονομασία της ζώνης του Ευρώ, είναι μία οικονομική και νομισματική ένωση, που αποτελείται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες οικειοθελώς κατάργησαν το εθνικό τους νόμισμα και υιοθέτησαν το Ευρώ ως νόμισμά τους. Η Ευρωζώνη αποτελείται από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Εσθονία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Κύπρο, τη Λετονία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, την Σλοβακία, την Σλοβενία, τη Λιθουανία και τη Φινλανδία. Υπάρχουν και κράτη όπως το Μονακό, το Σαν Μαρίνο, το Βατικανό και η Ανδόρα που με επίσημες συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούν να χρησιμοποιούν το ευρώ ως το επίσημο νόμισμά τους.

Το Ευρώ δεν προέκυψε ξαφνικά, ακολουθήθηκε μία πορεία πολλών χρόνων μέχρι να φτάσουμε στην επίτευξη των οικονομικών αλλά και πολιτικών στόχων, οι οποίοι είχαν τεθεί ακόμη και μετά την λήξη του πολέμου. Η ιδέα της δημιουργίας της, κυοφορήθηκε για πρώτη φορά στο Συνέδριο της Χάγης το 1969. Εκεί τέθηκαν οι βάσεις για τη δυναμική συνύπαρξη μέσω των στόχων για ουσιαστική διεύρυνση αλλά και εμβάθυνση. Εκεί διατυπώθηκε ως ένας μελλοντικός και μακροπρόθεσμος στόχος η επίτευξη της ΟΝΕ. Ο στόχος αυτός, καθώς και ο προβληματισμός για την ΟΝΕ, αποτέλεσαν έναν ουσιαστικό σταθμό στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο προβληματισμός που δημιουργήθηκε για την ΟΝΕ και την διάρθρωσή της, καθώς και η γενικότερη συζήτηση στο πλαίσιο της Κοινότητας για την μετεξέλιξή της στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυση της σχέσης αυτής.

Ένα μεγάλο, επόμενο βήμα, που συνέβαλε προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ήταν η διάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Παρίσι το 1972, όπου και συμφωνήθηκε ο μετασχηματισμός του όλου πλέγματος των σχέσεων μεταξύ των κρατών-μελών, με στόχο αυτό να λάβει τη μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 1977 επανήλθε στο προσκήνιο ο στόχος της ΟΝΕ, για να παραμείνει ζωντανός και να επιβεβαιωθεί και πάλι στη Διακήρυξη της Στουτγάρδης το 1983.

Επόμενος σταθμός σε αυτή την πορεία και ένα μεγάλο βήμα, έγινε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986. Σύμφωνα με την Πράξη αυτή, γίνεται σαφής η απόφαση των κρατών-μελών να ξεπεραστεί η στασιμότητα, ενώ παράλληλα, καθορίστηκε ως κύριος οικονομικός στόχος η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στην Κοινότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, ξαναέρχεται για άλλη μία φορά στο προσκήνιο η κοινή αγορά και η ολοκλήρωσή της και αναζωογονείται και πάλι η προσπάθεια για την ενοποιητική διαδικασία και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.

Καθοριστικός όμως κόμβος στην πορεία αυτή, υπήρξε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ήταν εκείνη που έθεσε σε προτεραιότητα την οικονομική και νομισματική ένωση, έθεσε το νομικό και οργανωτικό πλαίσιο και το χρονοδιάγραμμα των τριών σταδίων για την επίτευξη και λειτουργία της. Συγκεκριμένες παράμετροι που ορίζουν την οικονομική ένωση των χωρών και οδηγούν στην συμφωνία της ΟΝΕ, τέθηκαν στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που είναι γνωστή ως Συνθήκη του Μάαστριχτ, ή αλλιώς Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1992.

Στο συμβούλιο του Μαΐου του 1998, επιβεβαιώθηκε πως όλες οι υποψήφιες χώρες εκτός από την Ελλάδα, πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να ενταχθούν στην ζώνη του ευρώ, το οποίο θα καθιερωθεί ως νόμισμά τους. Η Ελλάδα προσχώρησε τον Ιανουάριο του 2001. Την 1η Ιανουαρίου του 2002, τα νέα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα του ευρώ, τέθηκαν σε κυκλοφορία και στη συνέχεια, αποσύρθηκαν τα εθνικά νομίσματα.

Τα πλεονεκτήματα που παρέχει η ΟΝΕ, αποτέλεσαν για πολλά κράτη-μέλη, τους λόγους για τους οποίους θα ήταν καλό να ενταχθεί κάποιος στον σχηματισμό αυτό και περιγράφονται ως δύο αλληλοσυμπληρούμενα θεμέλια. Υποστηρίζεται ότι η ΟΝΕ θα ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, θα δημιουργήσει μεγαλύτερη σταθερότητα στις τιμές μέσω του χαμηλού πληθωρισμού, αλλά και θα εξασφαλίζει σταθερές τιμές. Το κοινό νόμισμα, αποτελεί τον πιο βασικό λόγο για την βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης, με την εξοικονόμηση του κόστους των συναλλαγών. Το χρήμα θα μπορεί να κινείται μεταξύ των εθνικών συνόρων εντός της Κοινότητας, αχρηστεύοντας τις μετατροπές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και εξοικονομώντας το κόστος αγοράς ξένου συναλλάγματος. Η ενιαία αγορά είναι δυνατόν να υπάρξει και χωρίς την παρουσία ενιαίου νομίσματος, υποστηρίζεται όμως ότι η ενιαία αγορά λειτουργεί καλύτερα σε οικονομικούς όρους με ένα κοινό νόμισμα παρά χωρίς αυτό, ενώ παράλληλα οι επιχειρήσεις μπορούν να εξοικονομήσουν χρήματα, μιας και δεν χρειάζεται να διατηρούν μια διαφορετική διάρθρωση τιμών για κάθε αγορά.

Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο θα επιτευχθεί η σύγκλιση των οικονομιών των κρατών-μελών, η σύγκλιση των κρατικών πολιτικών στο οικονομικό πεδίο, αλλά και η νομισματική ένωση με την ίδρυση μιας κεντρικής νομισματικής αρχής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Υπήρξε κοινή πεποίθηση πως η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας με τους τεράστιους κινδύνους αστάθειας που εγκυμονούσε, το κοινό νόμισμα θα βοηθούσε στο να ξεπεραστούν οι κίνδυνοι αστάθειας που συνεπάγονται οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σε αυτή τη περίπτωση, ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν επέλεξαν ενδεχομένως συνειδητά τις συνθήκες που υπογράφηκαν, μέσω αυτών, γίνεται εφικτός ο σχετικός εξορθολογισμός και ο έλεγχος των επιπτώσεων κάποιων σημαντικών πτυχών των αναδυόμενων διεθνών συνθηκών. Οι ευρωπαϊκές και σε πολλές περιπτώσεις διεθνείς συνθήκες που υπογράφονται και αφορούν τους κατοίκους όλης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν να κάνουν με την ζωή τους, την εργασία τους και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν βοηθούν αποφασιστικά κάθε φορά στην εμβάθυνση και την ενοποίηση της ΟΝΕ.

Οι επιλογές οικονομικού χαρακτήρα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και ιδιαίτερα ο τομέας της δημοσιονομικής πολιτικής του κάθε κράτους, τυγχάνει ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί, γιατί μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα στη νομισματική πολιτική. Τα κράτη μέλη της Ένωσης, πρέπει να προσπαθούν να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Θεωρήθηκε τόσο σημαντικός ο παράγοντας αυτός της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου της ΟΝΕ, υπήρξε μία επιτροπή που παρακολουθούσε την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσιονομικού χρέους του κάθε κράτους-μέλους, το οποίο θα έπρεπε να συμμορφώνεται με τα κριτήρια που προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο για τη Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος. Οι κυρώσεις από έναν τέτοιον έλεγχο, δεν ήταν εύκολο να επιβληθούν, αλλά ήταν σημαντικό να τηρηθεί η συμφωνία, μιας και δεν επιτρέπονταν κανείς άλλος να αναλάβει τις ευθύνες των υποχρεώσεων άλλων κυβερνήσεων.

Κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ, η υποχρέωση των κρατών-μελών να ακολουθούν συνετή οικονομική, γίνεται πιο αυστηρή. Δεν αρκεί πλέον να προσπαθούν να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα, πρέπει και να τα αποφεύγουν. Οι κυρώσεις οι οποίες αποφάσισαν να επιβάλλονται σε όποιον δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του για τη δημοσιονομική πειθαρχία, θεωρήθηκαν χαλαρές και μακροχρόνια αναποτελεσματικές. Για αυτόν τον λόγο, στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου το Δεκέμβριο του 1996, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε, ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα πρέπει να ενδυναμωθεί μέσω ενός “Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης”. Ένα τέτοιο σύμφωνο σταθερότητας, θα μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, αλλά είναι γεγονός πως αναφέρεται σε έναν δύσκολο και νευραλγικό τομέα, αυτό των δημοσιονομικών. Κάθε μείωση ελλείμματος συνεπάγεται περικοπή δημόσιων δαπανών όπως για την παιδεία, την δημόσια υγεία ή την κοινωνική ασφάλιση, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των πολιτών των κρατών-μελών για τη χρησιμότητα της ΟΝΕ.

 

Συμπεράσματα

Είναι γεγονός ότι η ΕΟΚ από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της σημείωσε οικονομική επιτυχία. Αν αναλογιστεί κανείς τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα οποία και δημιουργήθηκε ως οργανισμός, και τα συγκρίνει με τη δεκαετία του ’80 και του ’90 θα διαπιστώσει τα μεγάλα βήματα που σημειώθηκαν σε πολλούς νευραλγικούς τομείς που έπρεπε να αναπτυχθούν και την οικονομική ανάπτυξη που υπήρξε σε όλη την Ευρώπη. Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα για την ολοκλήρωση των οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που αποτέλεσε και αρχικό της στόχο. Το πρώτο βήμα έγινε με την οικονομική Ένωση και τον συντονισμό στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών, για να ολοκληρωθεί με την ενιαία νομισματική πολιτική και το κοινό νόμισμα. Και τα 28 κράτη-μέλη συμμετέχουν στην οικονομική ένωση, αλλά ορισμένα από αυτά έχουν κάνει ακόμη ένα μεγάλο βήμα προς την ενοποίησή τους αλλά και την ολοκλήρωση, υιοθετώντας ως νόμισμά τους το ευρώ.

Είναι όμως ακόμη γεγονός, πως πέρα από την οικονομική αλλά και τη νομισματική ενοποίηση, υπήρξε και σύμβολο της ευρωπαϊκής ενότητας, αλλά και της κοινής ταυτότητας που αποκτούσαν όλοι οι κάτοικοι των μελών της Ένωσης, μιας και υπήρξε ένα τόσο σημαντικό κοινό τους χαρακτηριστικό, όπως αυτό του νομίσματος. Συνεπάγεται μία βαθύτερη ενοποίηση, μία στενότερη πολιτική συνεργασία, ώστε να λειτουργούν σωστά και με συνέπεια τα συμφωνηθέντα.

Η επίτευξη του στόχου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, παρά του ότι το ευρώ ως νόμισμα έγινε αποδεκτό από τους Ευρωπαίους πολίτες και συνέβαλε θετικά στις συναλλαγές τους, δεν είναι απόλυτη. Η Οικονομική Ένωση δεν κατάφερε μάλλον ποτέ να φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα και εξακολουθεί να ασκείται περισσότερο σε επίπεδο κρατών, παρά σε επίπεδο κοινότητας. Η οικονομική πολιτική, παραμένει στην αποκλειστική κυριαρχία και στο εθνικό επίπεδο των κρατών-μελών, χωρίς ποτέ να καταφέρει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις ώστε τελικά ο συντονισμός της οικονομικής και νομισματικής ένωσης να γίνει σε κοινοτικό επίπεδο.