Ο Lee Jeffries ζει στο Manchester της Βρετανίας. Εργάζεται ως λογιστής, και δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ μαθήματα φωτογραφίας.

Το 2008 βρίσκονταν στο Λονδίνο για να φωτογραφίσει τον αγώνα Μαραθωνίου δρόμου. Μία μέρα πριν τον αγώνα, σκέφτηκε να περιπλανηθεί στους δρόμους της πόλης για να τραβήξει φωτογραφίες, δοκιμάζοντας έτσι τις φωτογραφικές του ικανότητες στην φωτογραφία δρόμου.

Κοντά στην πλατεία Leicester, με τη φωτογραφική του μηχανή και έναν φακό 70-200mm που του επιτρέπει να φωτογραφίσει από απόσταση, εντοπίζει ένα νεαρό άστεγο κορίτσι, που κοιμόταν σε έναν υπνόσακο, ανάμεσα σε κινέζικα δοχεία τροφίμων στην απέναντι πλευρά του δρόμου. “Με κατάλαβε ότι την φωτογράφισα και άρχισε να φωνάζει, κάνοντας τους περαστικούς να με κοιτούν” αναφέρει ο ίδιος για το περιστατικό. “Τότε σκέφτηκα πως έχω δύο επιλογές, ή να φύγω ή να πάω να της ζητήσω συγνώμη.” Επέλεξε να κάνει το δεύτερο, διέσχισε το δρόμο και την πλησίασε. Το δεκαοκτάχρονο κορίτσι με την χροιά της φωνής της να προδίδουν πως είναι εθισμένη στα ναρκωτικά, του διηγήθηκε την ιστορία της. Οι γονείς της είχαν πεθάνει χωρίς να της αφήσουν ένα σπίτι για να μπορέσει να μείνει, και τώρα εκείνη ζει στους δρόμους του Λονδίνου.

Η τυχαία αυτή συνάντηση με το νεαρό άστεγο κορίτσι, του άλλαξε την καλλιτεχνική του προσέγγιση μία για πάντα.

Οι άστεγοι θα αποτελέσουν στο εξής αντικείμενο της τέχνης του. Από τότε ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο, φωτογραφίζοντας άστεγους ανθρώπους και ακούγοντας τις ιστορίες τους. Τους φωτογραφίζει πάντα με την συγκατάθεσή τους. Δεν τους βλέπει ως εύκολους φωτογραφικούς στόχους και δεν θέλει να τους εκμεταλλευτεί όπως υποστηρίζει ο ίδιος.

Η φωτογράφιση ενός τέτοιου πορτραίτου αστέγου, αποτελεί μία βαριά και περίπλοκη διαδικασία. Για να ολοκληρωθεί με επιτυχία η προσπάθειά του να δημιουργήσει πιο οικεία πορτραίτα, είναι σχεδόν υποχρεωμένος να αναπτύξει πρώτα μία σχέση με τον κάθε έναν από τους ανθρώπους αυτούς. “Θέλω να διακρίνω μία συγκίνηση σε κάθε μου θέμα. Συνήθως κοιτάξω τους ανθρώπους στα μάτια, και όταν αναγνωρίζω αυτή τη συγκίνηση και την νιώσω, επαναλαμβάνω ξανά και ξανά τη διαδικασία”. Προσπαθεί να κρατήσει την επαφή μαζί τους όσο πιο τυπική γίνεται. Σπάνια κρατά σημειώσεις, γιατί θεωρεί πως κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει την καχυποψία των μοντέλων του, και προτιμά να τους φωτογραφίζει ενώ τους μιλά, για να είναι όσο το δυνατόν πιο αυθόρμητη η κίνησή τους.

Ο ίδιος ο φωτογράφος, θέλοντας να περιγράψει τη διαδικασία, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ζω με αυτούς τους ανθρώπους για ημέρες, κάποιες φορές για εβδομάδες. Μπαίνω στη ζωή τους και κινούμαι στον κόσμο τους. Δεν τους προσπερνώ σαν να μην τους βλέπω όπως κάνουμε οι περισσότεροι. Μόνο όταν αναπτυχθεί μία αμοιβαία σχέση μεταξύ μας μπορώ να σηκώσω την κάμερά μου και να τους φωτογραφίσω. Θέλω να δείξω στον κόσμο ότι αυτοί οι άνθρωποι, είναι κάποιοι από εμάς”.

Αυτοδίδακτος και αυτοχρηματοδοτούμενος, ο Jeffries χρησιμοποιεί τις διακοπές του για να ταξιδεύει και να εμπλουτίζει το project του. Έχει ταξιδέψει τρεις φορές στο Skid Row του Los Angeles, όπως και το Las Vegas, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Παρίσι, την Ρώμη.

Ο τρόπος που επεξεργάζεται ο Jeffries τις φωτογραφίες του είναι σκληρός, χρησιμοποιώντας μεγάλο κοντράστ ανάμεσα στις φωτεινές και τις σκούρες περιοχές των εικόνων του. Μία τέτοια επεξεργασία των φωτογραφιών του, δημιουργεί άμεση αναφορά στο θρησκευτικό συναίσθημα που του γενάτε κάθε φορά που φωτογραφίζει ζητιάνους ή αστέγους. “Όταν μιλάω με αυτούς τους ανθρώπους, δεν μπορώ να εγκαταλείψω αυτό το συναίσθημα εύκολα. Όταν πηγαίνω πίσω στο κομπιούτερ μου τόσο συναισθηματικά φορτισμένος, μερικές φορές αρχίζω να κλαίω όταν επεξεργάζομαι τις φωτογραφίες τους.”

Το πάθος του αυτό, έχει γίνει αποστολή της ζωής του. Χρησιμοποιεί την φωτογραφία του για να επιστήσει την προσοχή του κόσμου για αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και να συγκεντρώσει χρήματα για αυτούς, ποστάροντας τις φωτογραφίες του στο Flickr και στέλνοντας τα έργα του σε διαγωνισμούς. Τα έσοδα από το “Jeffries’s Blurb book” με πορτραίτα αστέγων, διατίθενται στο “Rescue Mission” του Λος Άντζελες, ενώ επιτρέπει την χρησιμοποίηση των φωτογραφιών του από κάθε φιλανθρωπική οργάνωση, χωρίς δικαιώματα.

Ο Jeffries ακόμη, φωτογραφίζει τους αγώνες μαραθωνίου δρόμου του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, για να συγκεντρώσει χρήματα για τη φιλανθρωπική οργάνωση “Shetler” του Ηνωμένου Βασιλείου. Υπολογίζεται πως έχει δώσει χιλιάδες δολάρια για αυτούς τους ανθρώπους, αλλά η ανυπολόγιστη προσφορά του, έγκειται στην αίσθηση της αξιοπρέπειας και της φροντίδας την οποία επικοινωνεί μέσω των φωτογραφιών του.

Γνωρίζει καλά πως δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή αυτών των ανθρώπων, γιατί έτσι και αλλιώς δεν έχει κάποιο μαγικό ραβδάκι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να τους φωτογραφίζει, βοηθώντας με τον δικό του τρόπο στην ευαισθητοποίηση του κόσμου για τους αστέγους και για τα προβλήματά τους, αλλά και δίνοντάς τους προσωπική αξιοπρέπεια. Τους τονίζει τα μάτια, τους γεμίζει φως, τιμά την ύπαρξή τους. Πιστεύει πως το φωτογραφικό του έργο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φωτορεπορτάζ, ούτε ως προσωπογραφία. Το χαρακτηρίζει ως “θρησκευτική ή πνευματική εικονογραφία”.

Η τεχνική του είναι απλή. Χρησιμοποιεί μία Canon 5D, και ο αγαπημένος του φακός είναι ο 24mm/f1.4. Επειδή φωτογραφίζει στον δρόμο, η μόνη πολυτέλεια που μπορεί να έχει μαζί του, είναι ένας μικρός ανακλαστήρας χειρός. Παραδέχεται πως δεν είναι ο πιο προικισμένος τεχνικά, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά, πως αν γεμίσει ένα δωμάτιο από φωτογράφους, πιθανότατα να είναι από τους τελευταίους όσον αφορά την τεχνική του ικανότητα. Αλλά στην αποτύπωση των συναισθημάτων του στις φωτογραφίες του, σίγουρα πιστεύει πως θα ήταν στην κορυφή, μιας και οι φωτογραφίες του έρχονται από πολύ βαθιά μέσα του.

Τα βιβλία του τα πουλάει και κερδίζει χρήματα, ευχάριστο γεγονός για την χρηματοδότηση των επόμενων ταξιδιών του.

Κείμενο: Θεανώ Χαλιώτη ® ArtServices.gr
#Lee #Jeffries #φωτογράφος #αστέγων